- χαλαρωτικός
- -ή, -ό, Ναυτός που επιφέρει χαλάρωοη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαρώνω. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ήλιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλαρωτικός — ή, ό αυτός που χαλαρώνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλυτικός — ή, ό (AM διαλυτικός, ή, όν) 1. ο ειδικευμένος στη διάλυση 2. ο αναφερόμενος στη διάλυση προγενέστερης σύμβασης ή συμφωνίας 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα διαλυτικά οι δύο οριζόντιες στιγμές (··) που μπαίνουν πάνω στα ελληνικά φωνήεντα ι, υ… … Dictionary of Greek